Σελίδες

ΟΠΑ1ΓΔ

ΟΠΑ1ΓΔ
Μέλη της ΟΠΑ1ΓΔ τη Σχολική χρονιά 2016-2017

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Σαντορίνη


Το θέμα επιμελήθηκε η μαθήτρια της Ομάδας Περιβαλλοντικής Αγωγής Βιολέτα Κοσμίδου, του τμήματος Γ2. Όνομα Το όνομα της νήσου "Θήρα" προέρχεται από τον αρχαίο Σπαρτιάτη Θήρα που από τη Σπάρτη προερχόμενος αποίκησε πρώτος τη νήσο αυτή. Το δε όνομα "Σαντορίνη" προέρχεται από τους διερχόμενους Φράγκους Σταυροφόρους οι οποίοι κατά το πέρασμα τους στέκονταν για ανεφοδιασμό κοντά σε εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που βρίσκεται στη σημερινή περιοχή της Περίσας πίσω από τον ιερό ναό του Τιμίου Σταυρού (την αποκάλεσαν Σάντα Ιρίνα), η οποία υπήρχε στο νησί.Αρχικά υπήρχε η άποψη ότι η εκκλησία αυτή ήταν το παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης που υπήρχε στη Θηρασιά, σήμερα θεωρείται πιθανότερο να πρόκειται για τη μεγαλοπρεπέστατη παλαιοχριστιανική τρίκλιτη βασιλική της Αγίας Ειρήνης στη Θήρα, τα ερείπια της οποίας ανακαλύφθηκαν το 1992. Πριν τη μεγάλη ηφαιστειακή καταστροφή των προϊστορικών χρόνων η νήσος ήταν στρογγυλή και είχε το όνομα Στρογγύλη, ενώ αργότερα απέκτησε τα ονόματα Καλλίστη ή Καλλιστώ (Αρχαία Ελληνικά καλλίστη: "η πιο όμορφη"), Φιλητέρη ή Φιλωτέρα, Καλαυρία, Καρίστη, Τευσία, Θηραμένη καθώς και Ρήνεια. Επί τουρκοκρατίας οι Τούρκοι την ονόμαζαν "Δερμετζίκ" ή "Διμερτζίκ" (= μικρός μύλος), πιθανώς από τους πολλούς μικρούς ανεμόμυλους που ξεχώριζαν από μακριά. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας επίσημα καθιερώθηκε το όνομα "Θήρα", πλην όμως οι ξένοι χάρτες συνέχισαν να την ονοματίζουν "Σαντα-Είρηνα" από την οποία και παρέμεινε με μικρή παραφθορά από τους Έλληνες ως "Σαντορίνη" (αντί του ορθότερου Σαντορήνη). Γεωγραφία Φθινοπωρινό τοπίο Σαντορίνης, άποψη από Φηροστεφάνι Η Σαντορίνη βρίσκεται σε γεωγραφικό πλάτος από 36o 19' 56" έως 36o 28' 40" Βόρειο και γεωγραφικό μήκος από 25o 19' 22" έως 25o 29' 13" Aνατολικό. Η σημερινή ημικυκλική και περισσότερο πεταλοειδής μορφή της νήσου οφείλεται στις κατά καιρούς ηφαιστειακές εκρήξεις που μετέβαλαν το αρχικό στρογγυλό σχήμα της. Η όψη της από τη πλευρά του ηφαιστείου παρουσιάζεται βραχώδης και απόκρημνη σε αντίθεση με την ομαλότητα του εδάφους της στο υπόλοιπό της. Η επιφάνειά της, 76,19 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι κατά το πλείστον ελαφρόπετρα πολύ δεκτική σε καλλιέργεια. Στο ΝΑ τμήμα της, βρίσκεται το βουνό του Προφήτη Ηλία με το ομώνυμο μοναστήρι του 18ου αιώνα, το οποίο έχει υψόμετρο 567 μέτρα και αποτελείται από τιτανώδη βράχια και λευκό μάρμαρο. Αυτά τα ασβεστολιθικά πετρώματα είναι τα παλαιότερα της Σαντορίνης και σχημάτιζαν ένα μικρό νησί πριν αρχίσει η ηφαιστειακή δραστηριότητα[1]. Συνέχεια αυτού είναι το Μέσα Βουνό ή Βουνό του Αγίου Στεφάνου, λόγω του παλαιοχριστιανικού ναού που υπάρχει εκεί και το οποίο έχει υψόμετρο 366 μέτρα. Ο ενδιάμεσος αυχένας που συνδέει τα δύο βουνά αποκαλείται Σελλάδα. Η περίμετρος της Σαντορίνης είναι περίπου 36 ναυτικά μίλια και παρουσιάζει έξι όρμους: Το Αμμούδι ή Άγιος Νικόλαος, στη Πάνω Μεριά (Οία Θήρας), της Αρμένης, επίσης στη Πάνω Μεριά, τον όρμο Μουζάκι, τους όρμους Φηρών και Αθηνιού και τον όρμο του Μπάλου στο Ακρωτήρι. Γενικά η Σαντορίνη είναι άνυδρος και ξερή, χωρίς λίμνες, ποταμούς, ρεματιές ή χαράδρες. Οι αρδευτικές ανάγκες της καλύπτονται κυρίως από γεωτρήσεις που γίνονται στο υπέδαφός της, όπου συγκεντρώνεται κυρίως το βρόχινο νερό. Υφίστανται στη νήσο τρεις κύριες πηγές καθώς και τέσσερις ιαματικές πηγές. Το έδαφος του νησιού είναι ηφαιστειογενές, πεδινό στο μεγαλύτερο μέρος του και βραχώδες από την πλευρά του ηφαιστείου.[2] Το έδαφος είναι εύφορο και ευνοεί την καλλιέργεια των αμπελιών, της φάβας και της ντομάτας.[2] Στο νησί καλλιεργούνται 15.000 στρέμματα με αμπελώνες, ενώ σχεδόν τα μισά (7.100 στρέμματα) καλλιεργούνται στην περιοχή της Οίας.[2] Η υψηλότερη κορυφή είναι ο Προφήτης Ηλίας (567μ.).[2] Πριν αρχίσει η ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Σαντορίνη, πριν 2 με 2,5 εκατομμύρια χρόνια, στη θέση της Σαντορίνης υπήρχε ένα μικρό νησί που αποτελούταν από μεταμορφωσιγενή πετρώματα, κυρίως μεταμορφωμένους ασβεστόλιθους και σχιστόλιθους. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα αρχικά έλαβε χώρα στη περιοχή του Ακρωτηρίου και στις νησίδες Χριστιανά Θήρας. Αυτά τα πετρώματα σήμερα έχουν αλλοιωθεί έντονα. Στη συνέχεια, πριν 500.000 χρόνια περίπου, δημιουργήθηκε στα βόρεια του νησιού το ηφαίστειο της Περιστερίας, το οποίο παρήγαγε ανδεσιτικές λάβες. Σήμερα υπολείμματα του ηφαιστείου αυτού βρίσκονται στο Μικρό Προφήτη Ηλία και το Μεγάλο Βουνό. Συγχρόνως μικρότερα ηφαίστεια - κώνοι σκωρίας ήταν ενεργά προς τα νότια, στον Μπάλο, Κόκκινη Παραλία και Κοκκινόπετρα. Στη συνέχεια μέχρι πριν 200.000 χρόνια, δημιουργείται ένα ασπιδωτό ηφαίστειο που ενώνει όλα τα επιμέρους νησιά. Αυτή η φάση τελειώνει με μια σειρά ισχυρών εκρήξεων δημιουργεί την πρώτη καλντέρα.[1] Η ηφαιστειακή δραστηριότητα παρατηρείται ξανά πριν 180.000 χρόνια. Μια δεύτερη καλντέρα δημιουργείται πριν 40.000 με 60.000 χρόνια από ισχυρές εκρήξεις. Στη συνέχεια σχηματίζονται ηφαίστεια του Σκάρου και της Θηρασιάς, τα οποία καταστρέφονται από την έκρηξη του Ρίβα πριν 21.000 χρόνια. Τον 17ο αιώνα π.Χ. λαμβάνει χώρα η μινωική έκρηξη, η οποία δίνει στην καλντέρα το σημερινό της σχήμα.[1] Η μινωική έκρηξη είναι από τις μεγάλυτερες των ιστορικών χρόνων και είχε σημαντικό αντίκτυπο στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο όγκος των ηφαιστειακών αναβλημάτων υπολογίζεται ανάμεσα σε 39 και 61, ίσως και 99 κυβικά χιλιόμετρα και κάλυψαν με ένα στρώμα πάχους δεκάδων μέτρων τη Σαντορίνη. Η δραστηριότητα κατά τους ιστορικούς χρόνους δημιούργησε τις νησίδες Νέα Καμένη Θήρας και Παλαιά Καμένη Θήρας μέσα στην καλντέρα.[3] Η ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Σαντορίνη είναι αποτέλεσμα της καταβύθσης της Αφρικανικής πλάκας κάτω από την Ευρασιατική, ή ακριβέστερα την υποπλάκα του Αιγαίου. Η καταβυθίση γίνεται με ταχύτητα 5 cm/έτος προς τα βορειοανατολικά με γωνία 30-40°, και το όριο μεταξύ των δύο πλακών βρίσκεται στην ελληνική τάφρο νότια της Κρήτης. Πλάκα της Αφρικής λιώνει σε μεγάλο βάθος και στη συνέχεια τα λιωμένα πετρώματα ανέρχονται στην επιφάνεια και σχηματίζουν τα ηφαίστεια των Μεθάνων, της Μήλου, της Σαντορίνης και της Νισύρου, τα οποία αποτελούν το Ηφαιστειακού Τόξου του Νοτίου Αιγαίου. Το σύμπλεγμα της Σαντορίνης, που περιλαμβάνει επίσης τις νησίδες Χριστιανά και το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο, είναι το πιο ενεργό του τόξου.[4] Kλίμα Η Σαντορίνη σύμφωνα με την αναθεώρηση της Κλιματικής κατάταξης Κoppen έχει εύκρατο ερημικό κλίμα (BWh) και μαζί με την Ανάφη αποτελούν τις μοναδικές περιοχές στην Ευρώπη με αυτού του είδους το κλίμα.[5]. Έτσι, το κλίμα της Σαντορίνης είναι ιδιόμορφο και παρόλο που είναι το νοτιότερο νησί των Κυκλάδων είναι και το ψυχρότερο.[2] Αυτό οφείλεται κυρίως στους βορειοανατολικούς ανέμους, ωστόσο ο χειμώνας είναι ήπιος με μέση θερμοκρασία περίπου 10ο C.[2] Το χειμώνα παρουσιάζονται συχνές βροχοπτώσεις, ενώ το καλοκαίρι δεν βρέχει σχεδόν ποτέ με αποτέλεσμα η Σαντορίνη να αποτελεί πόλο έλξης πολλών τουριστών απ' όλο τον κόσμο.[2] Διοικητική Διαίρεση της Σαντορίνης Η περιφέρεια δήμου Σαντορίνης - Οίας Με βάση το Σχέδιο Καποδίστριας, το μεγαλύτερο μέρος της Σαντορίνης καθώς και τα νησιά Ασπρονήσι και Άνυδρος, το σύμπλεγμα νησιών Χριστιανά, και η Παλαιά και η Νέα Καμένη ανήκουν διοικητικά στον Δήμο Θήρας, ο οποίος έχει πρωτεύουσα τα Φηρά και αποτελείται από τα Τοπικά Διαμερίσματα Θήρας (2.291 κάτοικοι), Ακρωτηρίου (450), Βόθωνος (671), Βουρβούλου (475), Εμπορείου (2.465), Έξω Γωνιάς (375), Επισκοπής Γωνιάς (1.430), Ημεροβιγλίου (503), Καρτεράδου (1.108), Μεγαλοχωρίου (460), Μεσαριάς (1.480) και Πύργου Καλλίστης (732). Το υπόλοιπο τμήμα του νησιού μαζί με τη νήσο Θηρασία ανήκει διοικητικά στην Κοινότητα Οίας με πρωτεύουσα την Οία, η οποία αποτελείται από τα Κοινοτικά Διαμερίσματα Οίας (962) και Θηρασίας (268). Με βάση το Πρόγραμμα Καλλικράτης τα Κοινοτικά Διαμερίσματα της Οίας και της Θηρασιάς συμπεριλαμβάνονται πια στο Δήμο Θήρας. Ιστορία Στα χρόνια του Βυζαντίου Το 726 έγινε έκρηξη στη βορειοανατολική πλευρά της Παλαιάς Καμένης και εμφανίστηκε νέο νησί, το οποίο γρήγορα ενώθηκε με αυτήν. Η έκρηξη θεωρήθηκε ως δείγμα θεϊκής οργής κατά του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντος Γ' του Ισαύρου, ο οποίος ήταν εικονομάχος. Οι αντίπαλοι του αυτοκράτορα χρησιμοποίησαν το γεγονός για να υποκινήσουν εξέγερση, η οποία τελικά εκδηλώθηκε το 727, τόσο στις Κυκλάδες όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αρχηγός της επανάστασης ήταν ο τουρμάρχης της Ελλάδας Αγαλλιανός και ο Στέφανος. Οι επαναστάτες όρισαν άλλο αυτοκράτορα, έναν Κρητικό που ονομαζόταν Κοσμάς, και πλεύσανε προς την Κωνσταντινούπολη. Ο στόλος καταστράφηκε με το υγρό πυρ, στις 18 Απριλίου του 727, ενώ από τους αρχηγούς της επαναστάσεως, ο μεν Αγαλλιανός ρίχτηκε στη θάλασσα, οι δε Στέφανος και Κοσμάς παραδόθηκαν και αποκεφαλίσθηκαν.[6][7] Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, ο Μάρκος Σανούδος, ίδρυσε το δουκάτο του Αιγαίου με έδρα τη Νάξο (1207). Τα υπόλοιπα νησιά που περιλάμβανε το Δουκάτο του Αιγαίου ή Δουκάτο της Νάξου ήταν η Σύρος, η Κίμωλος, η Μήλος, η Ίος, η Θήρα και η Ανάφη. Η Θήρα και η Θηρασία παραχωρήθηκαν στον Ιάκωβο Μπαρρότσι και παρέμειναν στην οικογένεια αυτή, με μικρά διαλείμματα, ως το 1480. Τότε η Θήρα δόθηκε ως προίκα από το δούκα της Νάξου Ιάκωβο Γ΄ Κρίσπι στην κόρη του Φιορέντσα και στον σύζυγό της Δομίνικο Πιζάνι, γιο του δούκα της Κρήτης. Το νησί, λίγο μετά το θάνατο του Ιακώβου Κρίσπι, καταλήφθηκε από τον αδελφό του Ιωάννη και προσαρτήθηκε στη Νάξο. Κατά τους χρόνους της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, πολλές ελληνικές χώρες παρέμεναν κάτω από λατινική κυριαρχία. Κατά το 1537 η Θήρα, ακολουθώντας τη μοίρα και των άλλων νησιών του Αιγαίου, δέχτηκε τις επιδρομές του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Ο Μπαρμπαρόσα απέσπασε την Κέα, τη Μύκονο και τη Θήρα από τη λατινική κυριαρχία και ανάγκασε τους δυνάστες των νησιών να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Η Θήρα περιήλθε τελικά στους Τούρκους το 1566, με εξαίρεση το καστέλι του Ακρωτηρίου, το οποίο πέρασε στα χέρια των Τούρκων το 1617. Όταν το 1579 πέθανε ο Ισπανοεβραίος Ιωσήφ Νασί, στον οποίο είχαν παραχωρηθεί οι Κυκλάδες από την Υψηλή Πύλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι νησιώτες έστειλαν πρεσβεία στο σουλτάνο Μουράτ Γ΄(1574 – 1595) για να ζητήσουν χορήγηση προνομίων. Στους απεσταλμένους των νησιών ανήκαν και εκπρόσωποι της Σαντορίνης. Με ορισμό που εκδόθηκε το 1580, στα νησιά των Κυκλάδων παραχωρήθηκαν σημαντικά προνόμια, τα οποία ανανεώθηκαν το 1628 – 1629 και αργότερα. Το καθεστώς των προνομίων βοήθησε στην οργάνωση συστήματος αυτοδιοίκησης και στην ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας σε αυτά. Παρά το άγονο έδαφος και τους καταστρεπτικούς σεισμούς που έπλητταν το νησιωτικό σύμπλεγμα της Σαντορίνης – όπως επικράτησε να ονομάζεται κατά τη Βενετοκρατία – παρουσίασε επίδοση στη γεωργία και στη ναυτιλία. Το 1770 ο πληθυσμός του νησιού έφθανε τους 9.000 και όπως προκύπτει από το ποσό του φόρου που κατέβαλλε το νησί, πρέπει να ήταν ευπορότερο σε σύγκριση με τα άλλα νησιά. Στις αρχές του 19ου αιώνα η οικονομική ευρωστία του νησιού συνεχιζόταν, όπως επίσης και η επίδοση στο ναυτικό. Το 1807, κατά τη ναυτολογία που πραγματοποίησε η Πύλη για την αντιμετώπιση των αναγκών της στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, η Θήρα υποχρεώθηκε να αποστείλει στον τουρκικό ναύσταθμο 50 ναύτες, όσους δηλαδή και η Μύκονος, γεγονός που φανερώνει τη μεγάλη ανάπτυξη του ναυτικού του νησιού. Ανάπτυξη παρατηρήθηκε επίσης κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και στην παιδεία, ενώ η μονή του Προφήτη Ηλία στο νησί αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα μοναστηριακά κέντρα των Κυκλάδων. Στις 5 Μαΐου του 1821 ο καπετάνιος Ευάγγελος Ματζαράκης σήκωσε την σημαία της επανάστασης στην Σαντορίνη. Νεώτεροι Χρόνοι Μετά την απελευθέρωση της Σαντορίνης και την ένταξή της στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος το 1830, η κύρια πηγή εισοδήματος ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία. Το 1852, η Σαντορίνη, με 7.222 κατοίκους είναι το δεύτερο σημαντικότερο εμπορικό κέντρο μετά της Σύρο στις Κυκλάδες, με συναλλαγές κυρίως με τη Ρωσία, η οποία είναι η κύρια χώρα εισαγωγής σαντορινιού κρασιού. Μια άλλη σημαντική πηγή εισοδήματος ήταν η καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων και ιδίως η παρασκευή κρασιού.[8] Το ηφαίστειο της Σαντορίνης άρχισε να εκρύγνειται τις 26 Ιανουαρίου 1866. Πριν την έκρηξη παρατηρήθηκε αύξηση της θερμοκρασίας των νερών κοντά στη νέα Καμένη. Η έκρηξη περιλάμβανε την έκχυση λάβας και τη δημιουργία δόμων.[3] Ένας σεισμός 6,1 ρίχτερ έλαβε χώρα τις 30 Ιανουαρίου και προκάλεσε ζημίες σε 50 σπίτια και δύο εκκλησίες. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία η έκρηξη τελείωσε τις 15 Οκτωβρίου 1870.[9] Η έκρηξη έλαβε χώρα στο κρατήρα του Αγ. Γεωργίου και της Αφρόεσσας, δημιούργησε τις νησίδες του Μαΐου που σήμερα έχουν καταβυθιστεί,[3] και τριπλασίασε την έκταση της παλαιάς Καμένης.[10] Τις 28 Ιουλίου 1925 παρατηρήθηκαν σεισμικές δονήσεις, προειδοποιώντας τους κατοίκους ότι μια έκρηξη επίκειται. Στην περιοχή των Κόκκινων Νερών, ανάμεσα στις νησίδες Νέα και Μικρή Καμένη, η θερμοκρασία της θάλασσας αυξήθηκε και η θάλασσα άλλαξε χρώμα. Η έκρηξη ξεκίνησε τις 25 Αυγούστου με φρεατικές εκρήξεις, ενώ αργότερα παρατηρήθηκαν εκρηκτικές στήλες με ηφαιστειακή στάχτη που έφτασε σε ύψος 3,5 χιλιομέτρων. Η δραστηριότητα επικεντρώθηκε στον ηφαιστειακό δόμο Δάφνη, από όπου εκχύθηκε λάβα και οδήγησε στην ένωση της Νέας και την Μικρής Καμένης. Η πρώτη φάση της έκρηξης τελείωσε το 1926. Ένας δεύτερος, μικρότερος δόμος που σχηματίστηκε σε νέα έκρηξη το 1928 πήρε το όνομα Ναυτίλος.[11][3] Το ηφαίστειο εξερράγει ξανά το 1939, και δημιούργησε τους δόμους Τρίτωνα, Κτενά κα Φουκέ και τις ροές λάβας Σμιθ, Ρεκ και Νίκης. Έκρηξη τελείωσε τον Ιούλιο του 1941.[3] Η πιο πρόσφατη έκρηξη του ηφαιστείου έλαβε χώρα από τις 10 Ιανουαρίου 1950 μέχρι 2 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου και δημιούργησε το δόμο του Λιάστικα. Αυτά τα ηφαιστειακά πετρώματα είναι τα πιο πρόσφατα που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα.[3] Κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σαντορίνη καταλήφθηκε πρώτα από Ιταλικές (το 1941) και έπειτα, το 1943 από Γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Τις 9 Ιουλίου 1956 σημειώθηκε κοντά στην Αμοργό σεισμός εντάσεων 7,8 ρίχτερ, ο οποίος ήταν ο ισχυρότερος που έλαβε χώρα στην Ευρώπη κατά τον 20ο αιώνα. Ο κύριος σεισμός, μαζί με ένα μετασεισμό 6,9 ρίχτερ που ακολούθησε 12 λεπτά, προκάλεσαν εκταμένες καταστροφές σε Σαντορίνη, Αστυπάλαια, Ανάφη, Κάλυμνο, Λέρο, Αμοργό και Πάτμο[12], 53 θανάτους, καθώς και ένα από τα μεγαλύτερα τσουνάμι στο Αιγαίο, με ύψος μέχρι 25 μέτρα.[13] Μετά αυτό το γεγονός μεγάλο μέρος του πληθυσμού έφυγε από το νησί. Τη δεκαετία του 1960 άρχισε να αναπτύσσεται ο τουρισμός, ο οποίος σήμερα είναι η κύρια πηγή εισοδήματος στο νησί. Οικονομικός και κοινωνικός χώρος Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ξεκινά σταδιακά ο μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας ενώ η εκβιομηχάνιση βραδυπορεί. Η χώρα εξειδικεύεται σταδιακά στην εξαγωγή αγροτικών προϊόντων και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ελληνικό και ευρωπαϊκό, και η ναυτιλία αποτέλεσε μοχλό για τον εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα κι ευρύτερα της οικονομίας. Την εποχή τα δημιουργίας εθνικών κρατών στη Μεσόγειο, τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφυπνίζεται και διεκδικεί οντότητα. Καθώς η αυτοκρατορία αποδιαρθρώνεται προκύπτουν ανακατατάξεις στο χώρο. Το νεοσυσταθέν Ελληνικό κράτος επιχειρεί να οργανώσει το δικό του χώρο κι αυτό περνάει μέσα από τη σχέση πρωτεύουσας και λοιπής χώρας. Για πολλές δεκαετίες οι περιοχές εκτός πρωτεύουσας παραμένουν σε ένα καθεστώς που συνεχίζει τη δομή της τοπικής αυτοδιοίκησης, τουλάχιστον άτυπα. Η διασύνδεση των κατοικημένων σημείων, άτακτη και αποσπασματική, δεν είχε οργανωμένο και σταθερό αποτύπωμα στο χώρο. Η κατάσταση αυτή όμως ήταν ένας ακόμη παράγοντας που ευνόησε την ανάγκη για αυτάρκεια τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική Ελλάδα. Η βελτίωση και ανάπτυξη των λιμανιών γίνεται στήριγμα του θαλάσσιου δικτύου. Η οργάνωση της λιμενικής υποδομής σε εθνικό επίπεδο εκφράζει μια τάση ανάπτυξης εμπορική, οικονομική σε τοπικό και ευρύτερο κρατικό επίπεδο. Είναι βεβαίως μεγάλη η διαφοροποίηση μεταξύ των λιμανιών και των νησιών, σε αυτό έχει καθοριστική επίδραση το φυσικό περιβάλλον. Πεδίο της έρευνάς μας είναι η οργάνωση των επαγγελμάτων στο χώρο των Κυκλάδων στο πλαίσιο της παραγωγής, επεξεργασίας και διακίνησης του κρασιού, που αποτέλεσε ένα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα της Ελλάδας από την εποχή της σύστασης του Ελληνικού Κράτους. Εμπορικές δραστηριότητες στις Κυκλάδες του 19ου αιώνα Μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768 – 1774, διευρύνεται το πεδίο δράσης των ελληνικών πλοίων. Το άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας επιτρέπει στους νησιώτες να επεκτείνουν το εμπόριό τους στη μεταφορά των ρωσικών δημητριακών. Η ιστιοφόρος ναυτιλία αντέχει γερά ως τη δεκαετία του 1880, παρά τις δυσκολίες και τις επιζήμιες επιπτώσεις του Κριμαϊκού πολέμου (1854 – 1855). Από κει και πέρα τα ιστιοφόρα υποχωρούν μπροστά στα ατμόπλοια, που κερδίζουν γρήγορα έδαφος από το 1875. Το σημαντικότερο αγροτικό προϊόν που εισήγαγε η Ελλάδα είναι τα δημητριακά, ειδικότερα το σιτάρι. Οι εισαγωγές δημητριακών παρουσιάζουν άνοδο μέχρι το 1887 και παραμένουν σταθερές μέχρι το 1904. Η σιτοπαραγωγής Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο Ελληνικό κράτος από το 1881 αλλά παρ’ όλ' αυτά δεν μειώθηκαν οι εισαγωγές σιτηρών από το εξωτερικό. Ο νησιωτικός πληθυσμός των Κυκλάδων το 19ο αιώνα, στο μεγαλύτερο βαθμό, βρίσκεται ακινητοποιημένος και περιχαρακωμένος σε μικρές νησίδες γης με σημαντική ανεπάρκεια εγχώριων πόρων. Οι επαφές με το «εξωτερικό» όμως, η εμπορική δραστηριότητα που αναπτύσσουν εξασφαλίζουν ζωτικές προμήθειες και σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν πηγή πλουτισμού για τους τόπους αυτούς. Οι Κυκλάδες ανταλλάσσουν το κρασί τους και τα κουκούλια μεταξιού ή μετάξι ή προϊόντα του υπεδάφους τους με ζάχαρη και καφέ, κατεργασμένα προϊόντα, κυρίως υφάσματα, δέρματα και ξυλεία. Το 1852 η Σαντορίνη (με έκταση 76,2 χλμ² και πληθυσμό 7.222 κατοίκους) καταφέρνει να παρουσιάσει μια εμπορική κίνηση που υπερβαίνει κατά πολύ, σε όγκο, την αντίστοιχη των άλλων Κυκλάδων με εξαίρεση τη Σύρο. Η ναυτική περιφέρεια της Σαντορίνης περιλαμβάνει τα νησιά Αμοργός, Ίος, Ανάφη. Εμπορεύεται απ’ ευθείας με τη Ρωσία όπου διοχετεύεται το σύνολο του παραγόμενου κρασιού. Από εκεί τα μεγάλα σαντορινιά πλοία μεταφέρουν δημητριακά και αφού ξεφορτώσουν μέρος αυτών στο νησί, συνεχίζουν για τη Γαλλία, την Ιταλία και την Αγγλία. Επίσης η Σαντορίνη εξάγει θηραϊκή γη (5%) στην Αυστρία και σε ελληνικά λιμάνια. Τα προϊόντα που φέρνουν προς τη Σαντορίνη τα πλοία είναι κυρίως υφάσματα (βαμβακερά και μεταξωτά), είδη κιγκαλερίας, αρώματα, αποικιακά είδη. Για τη διεξαγωγή εμπορίου με δικά τους καράβια, οι έμποροι και πλοιοκτήτες της Σαντορίνης διαθέτουν πλοία μεγάλης χωρητικότητας. Ο στόλος της ναυτικής αποτελείται από 200 πλοία συνολικής χωρητικότητας 14.755 τόνων, ενώ τα 31 υπερβαίνουν τους 200 τόνους. Στον τομέα της ναυτιλιακής και εμπορικής δραστηριότητας η Σαντορίνη διαθέτει το 40 % του συνολικού αριθμού των πλοίων των Κυκλάδων. Η Άνδρος, όπως και η Σαντορίνη, έχει έναν στόλο που επίσης περιλαμβάνει μεγάλης χωρητικότητας πλοία και εμπορεύεται απ’ ευθείας με λιμάνια του εξωτερικού χωρίς να περνούν τα πλοία της απαραίτητα από τη Σύρο ή τον Πειραιά αργότερα. Η Μεσόγειος γενικότερα διέθετε μεγάλα ιστιοφόρα χωρητικότητας 600 έως 1.000 ακόμα και 1.300 τόνους ήδη πριν το 16ο αιώνα. Από το 1870 όμως και εξής η επέκταση της χρήσης του ατμού, συνέπεια της ταχείας ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης, επέφερε σημαντικές αλλαγές. Οι αλλαγές εντατικοποιούνται και σταδιακά θέτουν εκτός μάχης τα ελληνικά ιστιοφόρα. Στο μεταξύ έχει δρομολογηθεί η τακτική ατμοπλοϊκή επικοινωνία μεταξύ Σύρου και Πειραιά. Με νόμο της 22ας Απριλίου 1855 «Περί συστάσεως συγκοινωνίας μεταξύ των νήσων και των παραλίων μερών της Ελλάδος.» η Κυβέρνηση προσπαθεί να εισαγάγει στις θαλάσσιες συγκοινωνίες και μεταφορές που συνδέουν τα ελληνικά παράλια τη χρήση του ατμού. Διαμορφώνεται ένα δίκτυο άγονων και μη αποδοτικών γραμμών. Η οικονομική ζωή της Σαντορίνης πριν από το 1960, όταν άρχισε σταδιακά η κίνηση ξένων επισκεπτών στο νησί για τουριστικούς λόγους, βασιζόταν στις καλλιέργειες και στο εμπόριο. Η σπουδαιότητα του εμπορίου κάθε νησιού δεν είναι συνάρτηση του μεγέθους του αλλά των ιδιομορφιών της νησιωτικής οικονομίας και, ειδικότερα, της σημασίας που αποκτά στις εξωτερικές αγορές το κυριότερο εξαγωγικό του προϊόν, όπως εν προκειμένω στη Σαντορίνη συμβαίνει με το κρασί (85%). Σε αρκετά υψηλό ποσοστό βρίσκεται η εξαγωγή του κρασιού και στην Πάρο, στην οποία επίσης αποτελεί το κύριο προϊόν εξαγωγής (60%) . Οι μελέτες για την ελληνική ναυτιλία του 19ου αιώνα εστιάζουν περισσότερο στο ρόλο των ελληνικών πλοίων στην επανάσταση του 1821 και λιγότερο στις εμπορικές δραστηριότητες . Ως τα μέσα του 19ου αιώνα ο κυκλαδίτικος πληθυσμός αποτελεί εν μέρει το υπόβαθρο της εμπορικής ανάπτυξης της Σύρου. Η άνοδος της Ερμούπολης θεωρήθηκε ότι οδήγησε στη μετανάστευση νησιωτών προς τη Σύρο και έτσι σταδιακά ο νησιωτικός χώρος έχασε την ενότητά του και την αλλοτινή του ιδιαιτερότητα. Η εξέλιξη αυτή όμως έφερε στο φως και αρκετές περιφερειακές ανισότητες, που είχε δημιουργήσει, κατά τα προηγούμενα χρόνια, η απομόνωση. Επαγγελματικός βίος Χάρτης της Σαντορίνης, χαλκογραφία από το βιβλίο του Olfert Dapper "Description exact des iles des l'Archipel...", Άμστερνταμ 1703 Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας, αρχικά των Λατίνων και στη συνέχεια των Τούρκων στα νησιά των Κυκλάδων, φαίνεται πως κάθε νησί ακολούθησε μια ιδιαίτερη πορεία μέσα στο σύνολο. Παρόλο που υπάρχουν κοινά στοιχεία στην οικονομία τους, κάθε νησί αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Όταν μια κοινότητα χάσει την ανεξαρτησία και την κρατική αυτονομία της, αγωνίζεται με κάθε τρόπο να περισώσει την όποια δυνατότητα έχει για εσωτερική ελευθερία και ομαδική συσπείρωση γύρω από κάποια σημεία αναφοράς. Τέτοιο σημείο αναφοράς μπορεί να είναι το σπίτι του – στο οικογενειακό πλαίσιο και κατ’ επέκταση στο ευρύτερο τοπικό πλαίσιο. Με τα προνόμια που έδωσαν οι Οθωμανοί στους νησιώτες ευνοήθηκαν αφ' ενός η Εκκλησία κι αφ' ετέρου οι τοπικές κοινότητες και οι αστικές συντεχνίες. Στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας σημειώνονται μια σειρά εξελίξεων της κοινοτικής ζωής, από την κλειστή περιχαράκωση και ασφάλεια (καστέλια, πύργοι (μπούργκο), γουλάδες, καταφύγια, λοξά καλντερίμια, πυργόμορφα σπίτια, βίγλες κ.λ.π) ως τα ανοιχτά χοροστάσια στ’ αλώνια και τις γιορτές των πανηγύρεων. Μετά την οικογένεια, αρχηγός της οποίας ήταν ο πατέρας, η κοινότητα είχε τους δικούς της αρχηγούς (πρωτόγερους, δημογέροντες, κοτζαμπάσηδες) Ο ρόλος της εκάστοτε δημογεροντίας έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον στις δύσκολες ώρες του κοινωνικού συνόλου. Πολλές φορές σε τέτοιες περιστάσεις το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στους ώμους της εκκλησίας και κυρίως της ανεπίσημης. Η κοινότητα απασχολούσε ντελάληδες, βιγλιάρηδες, νυχτοφύλακες, δραγάτες, λογαριαστάδες. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η ορολογία των κοινοτικών ενεργειών και εισφορών, όπως το «ψυχομέτρι» (= απογραφή), η λόντζα (=γενική συνέλευση), η μάννα (=κτηματολόγιο), η φέρτα (=εισφορά για τον ιερέα). Τα έθιμα της αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, τόσο στις οικογενειακές όσο και σε άλλες περιστάσεις, είναι από τις πιο συγκινητικές εκδηλώσεις των μελών μιας κοινότητας. Θέρος, τρύγος (βεντέμα), συγκομιδή άλλων καρπών, χτίσιμο σπιτιού και περισσότερο εκκλησίας, ανασύσταση κοπαδιού, αρδεύσεις και κατασκευή περιφράξεων, δρόμων γίνονταν με πρόθυμη συμμετοχή όλων, που κάποτε την κήρυσσε μετά τη λειτουργία ο παπάς. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι γνωστές με ποικίλα ονόματα: ξέλαση, ληλοβόηθο, αντοβόηθο, δανεικαριά, παρασπόρι, αγγαρειά. Στο τέλος κάθε εργασίας ακόμα και οι πιο φτωχοί «βοηθούμενοι» εξασφάλιζαν στους «βοηθούντες» το απαραίτητο κρασί και φαγητό για να τους περιποιηθούν. Με τη σειρά τους οι «βοηθούντες» θεωρούν καθήκον τους να τραγουδήσουν και να ευχαριστήσουν με στίχους τους «βοηθούμενους». Καταλήγει έτσι η αλληλοβοήθεια σε ένα συμπόσιο αγάπης. Συγκεντρώσεις αλληλεγγύης αποτελούν και τα νυχτέρια ή αποσπερίδια σε συγγενικά ή γειτονικά σπίτια του χωριού, στα οποία μαζεύονταν και βοηθούσαν στις οικιακές δουλειές περισσότερο οι γυναίκες. Δουλειές όπως η προετοιμασία φαγητών για τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, ετοιμασία γάμου, ξάσιμο μαλλιού, ύφανση, κέντημα, γίνονταν τις περισσότερες φορές ομαδικά. Από την οργάνωση των επαγγελματιών της πρώτης μετατουρκικής κοινωνίας δημιουργήθηκε η νέα αστική ζωή του Ελληνισμού, τόσο στην ίδια την οθωμανική κοινωνία όσο και στην άλλη, τη διεθνή. Τα δημιουργικά στοιχεία, όσο και τα παράγωγα από την οργάνωση σε συντεχνίες έχουν πολλαπλό ενδιαφέρον. Ο Αμπελώνας της Σαντορίνης Σήμερα η αμπελοκαλλιέργεια αποτελεί τον σημαντικότερο τομέα αγροτικής παραγωγής στη Σαντορίνη. H ιστορία της χάνεται στους προϊστορικούς χρόνους, όταν οι Φοίνικες την εισήγαγαν στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου πελάγους. Σήμερα ο αμπελώνας της Σαντορίνης αποτελεί τον πλέον παραδοσιακό σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο. Άνυδρος με μόνη δροσιά τις λίγες βροχές του χειμώνα και την νυχτερινή υγρασία του καλοκαιριού που προέρχεται από την εξάτμιση της καλντέρας και την οποία αποθηκεύει η κίσσηρη του εδάφους. Οι αντίξοες κλιματικές συνθήκες και ιδιαίτερα οι ισχυροί άνεμοι υποχρέωσαν τους καλλιεργητές να υιοθετήσουν ένα μοναδικό χαμηλό σχήμα κλαδέματος, σαν καλάθι, προκειμένου να προφυλάσσονται τα σταφύλια, τόσο από τον άνεμο όσο και από τον καύσωνα του καλοκαιριού.Η έκταση του αμπελώνα σήμερα είναι 14.000 στρέμματα και η απόδοσή του είναι περίπου 500 κιλά/στρέμμα. Το πιο σημαντικό στοιχείο του αμπελώνα της Σαντορίνης είναι ο ποικιλιακός της πλούτος. Αποτελεί μια μεγάλη αμπελογραφική συλλογή, αφού διασώζει περισσότερες από 50 ποικιλίες αμπέλου ορισμένες από τις οποίες είναι σπάνιες και έχουν μοναδικά αμπελογραφικά και οινολογικά χαρακτηριστικά.Βασική ποικιλία του αμπελώνα είναι το Ασύρτικο, η καλύτερη κατά πολλούς, λευκή ποικιλία σ’ ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη, η οποία στο ιδιόμορφο εδαφοκλιματικό περιβάλλον της Σαντορίνης έχει προσαρμοστεί τέλεια και δίνει προϊόντα με ξεχωριστά χαρακτηριστικά.Το Ασύρτικο συμπληρώνουν οι δύο άλλες βασικές λευκές ποικιλίες του αμπελώνα, το Αθήρι και το Αϊδάνι, από την συνοινοποίηση των οποίων προκύπτει το Ονομασίας Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητος λευκό ξηρό (ΟΠΑΠ) ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ. Άλλες λευκές ποικιλίες αμπέλου που φιλοξενούνται στον αμπελώνα της Σαντορίνης είναι η Αγριογλυκάδα, το Ασπροβουδόματο, η Ασπρούδα Σαντορίνης, η Γαϊδουριά, η Άσπρη Βάφτρα ,η Ασπρομαντηλαριά, η Γλυκάδα, το Κρητικό, το Ποταμίσι, το Πλατάνι, το Κατσανό, το Φλασκασύρτικο, ο Σταυραχιώτης. Από τις ερυθρές ποικιλίες η Αιγαιοπελαγίτικη Μαντηλαριά κατέχει τη πιο σημαντική θέση στον αμπελώνα της Σαντορίνης και πλαισιώνεται από το Μαυράθηρο, τη Βάφτρα , το Βουδόματο, το Μαυροτράγανο, το Σιδερίτη, τη Γλυκάδα την κόκκινη, το μαύρο Αϊδάνι. Χάρη στη μεγάλη παράδοση του νησιού στο χώρο του κρασιού τα οινοποιεία που λειτουργούν ειναι πολλά. πηγή: βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου