Σελίδες

ΟΠΑ1ΓΔ

ΟΠΑ1ΓΔ
Μέλη της ΟΠΑ1ΓΔ τη Σχολική χρονιά 2016-2017

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Πέτρινα τοξωτά γεφύρια της Ελλάδας

Την εργασία επιμελήθηκε ο μαθητής της ομάδας Περιβαλλοντικής Αγωγής, Στοϊμενίδης Δημήτρης, του τμήματος Γ5
Σημαντικά στοιχεία για τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια της Ελλάδας παρέχει στον αναγνώστη, έκδοση του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μακρινίτσας Πηλίου, σε επιμέλεια του καθηγητή αγγλικής και μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας του Κέντρου, Γιώργου Γκράσσου. Στην προβιομηχανική Ελλάδα, αναφέρεται στην έκδοση, το κύριο δομικό υλικό ήταν η πέτρα και ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που απασχολούσαν τους κατοίκους, περισσότερο της ηπειρωτικής και λιγότερο της νησιωτικής υπαίθρου, ήταν η ασφαλής διέλευση των οδοιπόρων και των μεταφορικών μέσων τους, πάνω από ποτάμια, ρέματα και χείμαρρους. Μέχρι τον 20ο αιώνα, το μόνο εφικτό, αλλά λειτουργικό τεχνικό έργο, που μπορούσε να κατασκευάσει ο ασπούδαστος μάστορας της εποχής εκείνης για να δώσει τη λύση στο συγκοινωνιακό πρόβλημα που απασχολούσε, όχι μόνο τον ίδιο αλλά όλους ανεξαιρέτως τους συντοπίτες του, ήταν ένα πέτρινο γεφύρι, μονότοξο όπως της Κόνιτσας ή πολύτοξο όπως της Άρτας. Το έργο της κατασκευής ήταν τόσο σημαντικό, που οδήγησε στη δημιουργία σχετικών τραγουδιών, παραδόσεων αλλά και θρύλων, που αναφέρονταν ακόμα και σε ανθρωποθυσία για να στεριώσει το πολυπόθητο γεφύρι. Όμως, η κατασκευή τέτοιων γεφυριών έχει σταματήσει από το 1940 και η πολύπλοκη αυτή τέχνη έχει ήδη περάσει στη λήθη, ώστε σήμερα να μην υπάρχει ούτε ένας «γέφυρας» ή «κιοπρουλής», όπως χαρακτηριστικά ονομαζόταν ο λαϊκός γεφυροποιός. Οι πέτρινες τοξωτές κατασκευές έχουν χαρακτηριστεί από τους ειδικευμένους επιστήμονες ως μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις της αρχιτεκτονικής για τον προβιομηχανικό άνθρωπο και ως τον πρώτο μεγάλο σταθμό στην εξελικτική πορεία της παγκόσμιας γεφυροποιίας. Ο δεύτερος μεγάλος σταθμός ήταν η εισαγωγή της χρήσης του σιδήρου κατά τον 19ο αιώνα. Αναφορά μεταξύ άλλων κάνει για τα πιο σημαντικά τοξωτά γεφύρια στους νομούς Ιωαννίνων, Γρεβενών αλλά και μερικά άλλα από την υπόλοιπη χώρα. Νομός Ιωαννίνων – Του Νούτσου ή Κόκκορου, 1750: Μονότοξο γεφύρι, κοντά στο χωριό Κήποι Ζαγορίου. Γεφυρώνει τον ποταμό Βίκο. Πρώτος χορηγός ήταν ο Νούτσος Κοντοδήμος από το χωριό Βραδέτο και το 1768 επισκευάστηκε από τον Νούτσο Καραμεσίνη. Έχει ένα πολύ μικρό ανακουφιστικό τόξο και μια μαρμάρινη επιγραφή στη δυτική πλευρά που μνημονεύει την επισκευή του 1960 από την «Ένωση Ζαγορίσιων Αθηνών». – Το Καλογερικό ή του Πλακίδα, 1814: Τρίτοξο. Γεφυρώνει τον ποταμό Βίκο. Πρώτος χορηγός υπήρξε ο καλόγερος Σεραφείμ από το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Βίτσας. Ο Αλέξανδρος Μαμμόπουλος το χαρακτήρισε ως «κάμπια εν κινήσει». Το κατάστρωμά του δεν είναι επίπεδο και ακολουθεί τα ανεβοκατεβάσματα των 3 τόξων. – Της Ζέρμας, αχρονολόγητο: Δίτοξο. Γεφυρώνει τον ποταμό Σαραντάπορο. Βρίσκεται ανάμεσα στη Δροσοπηγή (=Κάντσικο) και την Πλαγιά (=Ζέρμα) του Δήμου Μαστοροχωρίων. Έχει δύο άνισα και οξυκόρυφα τόξα και το με-σόβαθρο του χτίστηκε πάνω σε φυσικό βράχο. Η κατασκευή του μπορεί να σχετίζεται με την ίδρυση της Μονής της Παναγίας της Ζέρμας κατά το 15ο αιώνα. – Της Κόνιτσας, 1870: Μονότοξο. Γεφυρώνει τον ποταμό Αώο, νοτιοδυτικά της πόλης της Κόνιτσας. Ίσως το μεγαλύτερο μονότοξο της Βαλκανικής με διαστάσεις τόξου 20×40 μέτρα. Κόστισε 120.000 γρόσια και χορηγοί ήταν ο Ι. Λούλης, οι αφοί Λιάμπεη, η Α. Παπάζογλου, κ.ά. Ο Ζιώγας Φρόντζος από την Πυρσόγιαννη ήταν ο πρώτος μάστορας. Έχει σιδερένιο καμπανάκι. Νομός Γρεβενών – Του Αζίζ Αγά, 1727: Τρίτοξο. Γεφυρώνει τον ποταμό Βενετικό. Βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Τρίκωμο και Κηπουριό. Το μεσαίο τόξο έχει ύφος 15μ. και γι’ αυτό είναι το ψηλότερο στη Μακεδονία. Το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 71 μ. Τα δύο μικρότερα τόξα βρίσκονται εκτός της βαθειάς κοίτης του ποταμού. Έχει σφηνοειδείς προβόλους στα δυο μεσόβαθρα και δυο ανακουφιστικά τόξα. Είχε ένα καμπανάκι κρεμασμένο στο μεσαίο τόξο. – Στις Πορτίτσες, 1840: Δίτοξο. Γεφυρώνει τον ποταμό Βελονιά, έναν από τους δυο παραπόταμους του Βενετικού. Βρίσκεται πριν από το ομώνυμο φαράγγι, κοντά στο χωριό Σπήλαιο. Το μεσαίο τόξο έχει ύφος 7,80μ. και το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 34μ. Τα δύο ακρόβαθρα και το ένα μεσόβαθρο εδράζονται σε βράχους. Έχει ένα ανακουφιστικό τόξο και διατηρεί το καλντερίμα με τις έντονες κλίσεις. – Του Μύλου ή του Κατσουγιάννη, 1820: Τρίτοξο. Γεφυρώνει τον ποταμό Βελονιά, έναν από τους δυο παραπόταμους του Βενετικού. Βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Σπήλαιο και Μαυραναίοι. Το μεσαίο τόξο έχει ύφος 7μ. και το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι περίπου 50μ. Το νότιο τόξο καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε με πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Έχει δύο μεσόβαθρα αλλά μόνο ένα ανακουφιστικό τόξο.. – Του Κηπουριού, αχρονολόγητο: Τετράτοξο. Γεφυρώνει τον Σταυροπόταμο, τον άλλο παραπόταμο του Βενετικού και βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Κηπουριό και Πηγαδίτσα. Το μεγαλύτερο τόξο έχει ύφος 6,90μ. και το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 48μ. Τα τρία μεσόβαθρα έχουν τριγωνικούς προβόλους και μόνο ένα έχει ανακουφιστικό τόξο. Μετατράπηκε σε οδική και γι’ αυτό έχει τσιμεντένια κολωνάκια Από όλη την Ελλάδα – Του Μανώλη, 1659: Μονότοξο. Γεφυρώνει τον ποταμό Αγραφιώτη, ανάμεσα στα χωριά Δ. Φραγκίστα και Λογγίτσι. Το τόξο έχει άνοιγμα 30μ. και ύφος 22μ. Κατά την παράδοση ο πρωτομάστορας Μανώλης έδωσε το όνομά του σ’ αυτό το γεφύρι. Σήμερα είναι βυθισμένο στην τεχνητή λίμνη Κρεμαστών και «εμφανίζεται λαβωμένο» μόνο σε περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας. – Στο 5ο χλμ. Ξάνθης-Σταυρούπολης: Παλαιότερα ήταν πολύτοξο, αλλά σήμερα δίτοξο. Γεφυρώνει τον ποταμό Κόσυνθο. Αχρονολόγητο. Λέγεται ότι είχε εννέα τόξα, αλλά μετά τις πλημμύρες του 1996 έχει απομείνει δίτοξο με ένα ημικυκλικό ανακουφιστικό τόξο. Το κύριο τόξο έχει άνοιγμα 12μ. και ύφος 5,10 μ. και το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 35μ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κλειδί του μεγάλου τόξου που φέρει ένα ανάγλυφο ψαροκύκαλο. – Της Καρύταινας Αρκαδίας, 1414: Πεντάτοξο. Γεφυρώνει τον ποταμό Λούσιο. Το μεγαλύτερο τόξο έχει καταρρεύσει και στη θέση του τοποθετήθηκε ξύλινος φορέας. Έχει ιδιαίτερη μορφή. Είναι το μοναδικό γεφύρι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα που στο δεύτερο μεγαλύτερο μεσόβαθρο έχει ένα εκκλησάκι. Απεικονιζόταν στο χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ. – Του Επταχωρίου Καστοριάς, αχρονολόγητο: Μονότοξο. Γεφυρώνει ένα ρέμα που καταλήγει στο Ζουζουλιώτικο που είναι παραπόταμος του Σαρανταπόρου. Το τόξο έχει άνοιγμα 10μ. και ύφος 5,50μ. και το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 19μ. Βρίσκεται μέσα στο χωριό, κι έτσι χρησιμοποιείται καθημερινά. Γι’ αυτό το λόγο, φέρει ξύλινο στηθαίο και στις δυο πλευρές του καταστρώματος. Τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια συνήθως είναι χτισμένα σε μια ιδιαίτερη αλλά και σε πολλές περιπτώσεις δυσπρόσιτη θέση. Εξαιτίας της δυσπρόσιτης θέσης τους αλλά και της έντονης αστυφιλίας που καταδυναστεύει την ελληνική ύπαιθρο τις περισσότερες φορές τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια δεν αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του άμεσου περιβάλλοντος των Ελλήνων και οι γνώσεις τους σχετικά με αυτά είναι περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Πάρα πολλά έχουν περιέλθει σε αχρηστία και αναπόφευκτα έχουν γίνει βορά στη φθοροποιό δύναμη του πανδαμάτορα χρόνου. Η έκδοση του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μακρινίτσας Πηλίου κάνει μια συνοπτική αναδρομή στην παγκόσμια γεφυροποιία, παρουσιάζει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά πέτρινα τοξωτά γεφύρια που υπάρχουν ή υπήρχαν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, κάνοντας μια ιδιαίτερη αναφορά σ’ αυτά του Πηλίου, μελετά και αναπαριστά τη διαδικασία κατασκευής τους, συστήνει τους συνήθως ανώνυμους κατασκευαστές τους, τα εργαλεία και τη συνθηματική γλώσσα τους και στο τέλος παραθέτει αρκετά φύλλα εργασίας για μαθητές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Κύριος στόχος της είναι η ευαισθητοποίηση της μαθητικής κοινότητας, της κοινής γνώμης και των αρμόδιων φορέων που σχετίζονται με την προστασία όχι μόνο του φυσικού αλλά και του δομημένου περιβάλλοντος. Αποστόλης Ζώης Πηγή: ΑΠΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου